- τροχαίος
- Δισύλλαβος πόδας της αρχαίας ελληνικής μετρικής, που έχει την πρώτη συλλαβή μακρά (θέση) και τη δεύτερη βραχεία (άρση), είναι δηλαδή του τύπου –’ υ. Είναι ακριβώς αντίθετος από τον ίαμβο, ο οποίος είναι επίσης δισύλλαβος πόδας, αλλά σε αυτόν προηγείται η βραχεία συλλαβή (άρση) και έπεται η μακρά (θέση), έχει δηλαδή τον τύπο υ –’. Με την επανάληψη του τ. δημιουργούνται τα τροχαϊκά κώλα, δηλαδή η τροχαϊκή διποδία, τριποδία, τετραποδία, πενταποδία και εξαποδία. Συνηθέστατο από όλα τα τροχαϊκά μέτρα ήταν το τροχαϊκό τετράμετρο, το οποίο αποτελείται από 2 τετραποδίες και είναι καταληκτικό, γιατί σε αυτό λείπει η τελευταία συλλαβή, που σημειώνεται με το Λ (= λείμμα). Τύπος του μέτρου αυτού είναι – υ – υ / – υ – υ // – υ – υ / – υ – Λ, και χρησιμοποιήθηκε σε μεγάλη έκταση στην τραγωδία, στην κωμωδία και στο σατυρικό δράμα. Ο τ. πόδας είναι τρίσημος, με άλλα λόγια αποτελείται από 3 χρόνους ή σημεία, και μπορεί να γίνει τρίβραχυς (ύ υυ) με λύση της μακράς συλλαβής σε 2 βραχείες ή και τροχείος (υ –’).
* * *-α, -ο / τροχαῑος, -αία, -ον, ΝΜΑ(μετρ.) το αρσ. ως ουσ. ο τροχαίος(ενν. πους) i) μετρικός πόδας τής αρχαιότητας που αποτελείται από μία μακρά συλλαβή, τη θέση, και μία βραχεία, την άρση, -∪ii) (στη νεώτερη ποίηση) μετρικός πόδας που σύγκειται από δύο συλλαβές, μία τονισμένη και μία άτονηνεοελλ.1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στα τροχοφόρα και στην κίνηση τους (α. «τροχαία κίνηση» — η κυκλοφορία κάθε είδους τροχοφόρων οχημάτωνβ. «τροχαίο υλικό» — το σύνολο τών σιδηροδρομικών και τροχιοδρομικών οχημάτων μαζί με τα ανταλλακτικά τους)2. το θηλ. ως ουσ. η Τροχαίαυπηρεσία τής Αστυνομίας που ρυθμίζει και εποπτεύει την ομαλή κυκλοφορία τών τροχοφόρων και τών πεζών και ελέγχει τη σωστή τήρηση τών κανόνων οδικής κυκλοφορίαςαρχ.1. αυτός που πηγαίνει τρέχοντας, ταχύς2. (μετρ.) το αρσ. ως ουσ. α) είδος γοργού ρυθμούβ) ο τρίβραχυςγ) μουσ. (για ρυθμική αγωγή) γρήγορος, γοργός («οἱ σαλπιγκταὶ τροχαῑόν τι συμβοήσαντες», Δίων Κάσσ.)3. (κατά τον Ησύχ.) τροχαῑα«μέσα ἐν κύβοις ἢ ὁδὸς ὡς Ῥεύθων»4. φρ. α) «τροχαῑος σημαντός»(κατά τον Αριστείδ. Κ.) «ὁ ἐξ ὀκτασήμου θέσεως καὶ τετρασή μου ἄρσεως ∪∪ - -»β) «τροχαῑος «σφήν» — είδος βασανιστικού οργάνου (Ιώσ.)γ) «τροχαῑος νόμος» — μελωδία σε τροχαϊκό ρυθμό η οποία επινοήθηκε από τον Τέρπανδρο (Πλούτ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < τροχός ή τρόχος + κατάλ. -αῖος*].
Dictionary of Greek. 2013.